λούσῃ

λούσῃ
λόω
lǎvo
pres part act fem dat sg (attic ionic)
λούω
lǎvo
aor subj mid 2nd sg
λούω
lǎvo
aor subj act 3rd sg
λούω
lǎvo
fut ind mid 2nd sg
λούσηι , λοῦσις
washing
fem dat sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λούση — η (AM λοῡσις) [λούω] το λούσιμο αρχ. το καθάρισμα, το πλύσιμο …   Dictionary of Greek

  • λούσηι — λούσῃ , λόω lǎvo pres part act fem dat sg (attic ionic) λούσῃ , λούω lǎvo aor subj mid 2nd sg λούσῃ , λούω lǎvo aor subj act 3rd sg λούσῃ , λούω lǎvo fut ind mid 2nd sg λοῦσις washing fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …   Wikipédia en Français

  • λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ …   Dictionary of Greek

  • ποδολουσία — η, Ν το ποδόλουτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + λουσία (< λούση), πρβλ. ψυχρο λουσία. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Ν. Κωστή] …   Dictionary of Greek

  • Δάφνις και Χλόη — Βουκολικό μυθιστόρημα που πιθανολογείται ότι γράφτηκε τον 2οαι. ή κατά άλλους τον 4ο ή 5ο αι. Αποτελείται από τέσσερα βιβλία και αποδίδεται στον Λόγγο (βλ. λ.). Η υπόθεση διαδραματίζεται σε παραλία της Λέσβου, όπου οι βοσκοί Λάμων και Δρύας… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κινηματογράφος — ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Η παρατεταμένη προϊστορία Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα ο ελληνικός κινηματογράφος ακολουθεί κοινή πορεία με τον κινηματογράφο των υπόλοιπων μικρών περιφερειακών χωρών, οι οποίες παρακολουθούν με θαυμασμό και τάσεις… …   Dictionary of Greek

  • πιλούσῃ — πῑλούσῃ , πιλέω compress wool pres part act fem dat sg (attic epic) πιλόω contract pres part act fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσομιλούσῃ — προσομιλέω hold intercourse with pres part act fem dat sg (attic epic) προσομῑλούσῃ , προσομιλέω hold intercourse with pres part act fem dat sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”